Ως άνδρας της Π.Α. μας, κάθε φορά που βλέπω να πετάει πολεμικό αεροπλάνο πάνω απ' τα κεφάλια μας, ανατριχιάζω, και θυμάμαι όλα εκείνα τα επεισοδιακά, πλην αξέχαστα χρόνια στην 111 Π.Μ., όπου γνώρισα και έζησα από κοντά όλους τους γίγαντες των ελληνικών αιθέρων της εποχής εκείνης.
Στην Αεροπορία κατατάχθηκα τον Ιανουάριο του 1967, σειρά 1η/67, και στην “111 Π.Μ.”, τα “Τρία Παλούκια”, πήγα την 1η Νοεμβρίου του ιδίου έτους, αφού πρώτα πέρασα από την “128 ΣΕΤΗ”, Σχολή Ηλεκτρονικών Μηχανικών στο Καβούρι, και πήρα μετά πολλών κόπων και βασάνων, το πτυχίο του Μηχανικού Α/Τ-Α/Φ, συν κάνα-δυο μήνες φυλακή, ζώντας και τις πρώτες μέρες της 21ης Απριλίου στην Αθήνα των “Τανκς”, όταν βγαίνοντας από το ΓΝΕΒΑ (νοσοκομείο της Αεροπορίας τότε), δεν εύρισκα αυτοκίνητο συγκοινωνίας να επιστρέψω στη μονάδα μου, στο Καβούρι! Κάτι που διασκέδασα πάρα πολύ!
[Σ.Σ. Με τα πτυχία της 128 ΣΕΤΗ την εποχή εκείνη, επανδρώθηκαν οι νεοσύστατες υπηρεσίες του ΟΤΕ και της "Ελληνικής Τηλεοράσεως (ΕΡΤ)"]
Στην “111” που πήγα, έκανα κάνα δυο βδομάδες στο υπόστεγο της “Μου-Σου-Ά” (Μοίρα Συντηρήσεως Αεροσκαφών), αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτή η δουλειά δεν ήταν για μένα, και συνηγορία του Κώστα Γιαλίνη και του Μίμη Ρεβυθιάδη από τα Γιαννιτσά που ήταν ήδη, μέλη της, κατέληξα στην Ορχήστρα της μονάδος (Μοίρα Διοικήσεως), στην οποία ο φοβερός και τρομερός Επισμηνίας Σιουτόγλου, ένα καράβλαχο με όλη τη σημασία της λέξεως που μας επιδείκνυε συνεχώς τις... γαλονάρες του, είχε βάλει στόχο να διαλύσει! “Ισάς τ'ς μουσικάντιδις, θα σας πχιώ του αίμα!”.
Η “111” τότε ήταν η ναυαρχίδα των Πολεμικών Πτερύγων του Σώματος, με κάπου 2.500 άτομα προσωπικό, στρατιωτικό και πολιτικό, τα αεροπλάνα μας ήταν τα “5ρια”, ή αλλιώς όλο το όνομά τους “Εφ-5 και Εφ-5Α”, αεροπλάνα αναχαιτίσεως, αλλά και για όλες τις δουλειές, είχε τρεις πολεμικές μοίρες, την 341 και 337 μέσα στην μονάδα, και την 343 να εδρεύει μόνιμα στο αεροδρόμιο Μίκρας στην Θεσσαλονίκη.
Διοικητές είχα τρεις. Τον Αντισμήναρχο Παναγιώτη Διακουμάκο (τον "Παναγιώτη απ' τη Μάνη" που του άρεσε να του τραγουδούμε πρωινές ώρες στους χορούς της Λέσχης Αξιωματικών), έναν Χειριστή αεροσκαφών όχι της τάξεως των: Φραγκοπανάγου, Ζαχαριάδη, Χατζίρη, Μπέλια, αλλά γεννημένο με τεράστια προσόντα διοικητικά. Τον Ιωαν. Λυμπουσάκη (Αντ/ρχο) που αντικατέστησε τον Διακουμάκο μετά τα “Δεκεμβριανά”, ένα κέρατο βερνικωμένο, στη θητεία του χάσαμε 5 χειριστές και 5 αεροπλάνα, (έφυγε κακήν κακώς από την Πτέρυγα), ενώ είχαμε και δύο σοβαρά επεισόδια σμηνιτών, έναν αυτόβουλο ακρωτηριασμό ΜΠΑτζή σε περιμετρικό φυλάκιο εν ώρα σκοπιάς, και ένα ψυχολογικό επεισόδιο με έφεδρο Σμηνία, και τον Σμηναγό προϊστάμενό του, με την απειλή του “Τόμσον” ο Σμηνίας, υποχρέωσε στον Σμηναγό σε “Πηδηματάκια” και “ “Εν-δυο, κάτω”. Και προς το τέλος, τον Φραγκοράφτη, επίσης Αντισμήναρχο, έναν βετεράνο Χειριστή της Κορέας, ο οποίος ήταν και ο μόνος επιζών από την τάξη του, κατά πως έλεγε αλήθεια ή ψέμματα, το “ράδιο αρβύλα”.
Δεν ξέρω πως και από που; ένας αμερικανικός ιστοχώρος βρήκε το Η/Τ μου και μου στέλνει κάθε λίγο και λιγάκι τα “Βιογραφικά σημειώματα” των Ελλήνων στην καταγωγή Χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, τα οποία πέραν του ό,τι με αφήνουν άναυδο, σχεδόν, όλα, δείχνουν και ποιοι πραγματικά, ήταν οι Έλληνες χειριστές των αμερικανικών πολεμικών σκαφών που χειρίστηκαν τα αεροπλάνα τους και στους δυο Παγκοσμίους Πολέμους, Α' και Β', αλλά και στους επιμέρους των ΗΠΑ πολέμους σε όλη την υφήλιο.
Σήμερα θα σας παρουσιάσω τον Σαμουήλ Σούλη (Samuel S. Soulis) της “USAAF”, παρακαλώ δώστε την δέουσα προσοχή, σε όλα τα παρακάτω.
[Σ.Σ. Επειδή οι μεταφράσεις από τα Αγγλικά στα Ελληνικά γίνονται, μάλλον, με τον αυτόματο μεταφραστή της Γκουγκλ, εγώ είμαι υποχρεωμένος πάντα, να τις “χτενίσω” λίγο στην καθομιλουμένη σήμερα Ελληνική στον τόπο μας, αλλιώς, δεν διαβάζονται ευχάριστα].
*/*
Ο ΠΙΛΌΤΟΣ ΜΑΧΗΤΙΚΏΝ ΤΗΣ “ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΊΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α.” ΣΑΜΟΥΗΛ Σ. ΣΟΥΛΗΣ
O Σαμουήλ Σούλης γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης το 1922, και ήταν γιος του Στηβ Σούλη και της Αικατερίνης Αρσενίου-Σούλη από την Καλαμπάκα Τρικάλων.
Αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στο Όλμπανυ της Νέας Υόρκης, και ο Σαμουήλ απεφοίτησε από το Γυμνάσιο του Όλμπανυ το 1940. Αμέσως μετά γράφτηκε Κολλέγιο “St. Rose & Russell Sage”. Στις 28 Ιουλίου 1942 κατατάχθηκε στον Αμερικανικό Στρατό, και επιλέχθηκε αεροπόρος να εκπαιδευτεί στην “Διοίκηση Αεροπορικής Εκπαιδεύσεως του Κόλπου' (σ.σ. του Μεξικού)
Την προ-πτητική του Εκπαίδευση την παίρνει στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, και την Αρχική στο Κόλεμαν, επίσης του Τέξας. Πετάει με εκπαιδευτικά PT-19 της 304ης AAFFT. Συνέχισε το στάδιο της Βασικής Εκπαίδευσης στο Γουέκο του Τέξας και την προκεχωρημένη στο Ηγκλ Πας του Τέξας. Απεφοίτησε με την Κλάση 43-J και το βαθμό του Ανθυπασπιστή (Ι). Πριν την αποστολή του σε κάποιο από τα θέατρα επιχειρήσεων, έλαβε την Επιχειρησιακή του Εκπαίδευση στο Χάρις Νέκ της Γεωργίας. Εκεί εντάχθηκε στη δύναμη της 500ης Μοίρας Δίωξης-Βομβαρδισμού, πετώντας με AT-6 Χάρβαρντ, P-40N Γουόρχωκ και A-36 Απάτσι.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 μετατέθηκε στην 51η Πτέρυγα Μαχητικών που επιχειρούσε στο μέτωπο της Κίνας, και συγκεκριμένα στην 25η Μοίρα Μαχητικών γνωστή με το προσωνύμιο “Άσσαμ Ντράγκονς”, η οποία έφερε στο ρύγχος της ένα τρομερό διάκοσμο που απεικόνιζε την κεφαλή ενός μεγάλου φιδιού.
Κατά τη θητεία του στην Κίνα προήχθη σε Ανθυπολοχαγό (Ι) τον Ιανουάριο του 1945. Στους 15 μήνες πολεμικής υπηρεσίας του ως πιλότος καταδιωκτικού, ολοκλήρωσε 65 αποστολές πετώντας τόσο με P-40K και P-40N Γουόρχωκ, όσο και με P-51C και P-51K Μάσταγκ, Ενώ διετέλεσε και Κυβερνήτης, Συγκυβερνήτης, στα C-47 Ντακότα της Μοίρας που εκτελούσαν χρέη συνδέσμου.
Την 1η Οκτωβρίου 1944, η 51η Πτέρυγα εκτέλεσε ένα σύνολο επτά αποστολών εκ των οποίων οι τέσσερις αφορούσαν προσβολή στόχων εδάφους στην περιοχή της Μανγκ Σιχ. Το Σμήνος με το οποίο πετούσε ο Ελληνοαμερικανός πιλότος είχε ως στόχο την καταστροφή μιας γέφυρας.
Ο Σαμουήλ Σούλης πετούσε με το P-40N-05 42-106405, (231). Ωστόσο, τόσο αυτός, όσο και οι άλλοι συνάδελφοί του, αστόχησαν, μ' αποτέλεσμα η γέφυρα να παραμείνει άθικτη! Συνήθως οι στόχοι αυτού του είδους είναι καλά οχυρωμένοι με αντιαεροπορικά όπλα, και η γέφυρα στο Μανγκ Σιχ δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Το πυκνό αντιαεροπορικό πυρ των Ιαπώνων χτύπησε το Γουόρχωκ του Σούλη, το οποίο σύντομα ανεφλέγη. Ο νεαρός πιλότος κατάφερε να μείνει στο αεροπλάνο του, μέχρι που αυτό έφτασε στις φίλιες γραμμές, όπου και το εγκατέλειψε με επιτυχία. Προσγειωμένος στο έδαφος κατευθύνθηκε προς ένα κινέζικο χωριό. Ένα “L-5” που έτρεξε στο σημείο της εγκαταλείψεως του αεροσκάφους του, του πέταξε εξοπλισμό διασώσεως και έναν χάρτη. Ο πιλότος του “L-5” είδε τον Σούλη να μαζεύει και να κουβαλάει το αλεξίπτωτό του. Ελαφρά τραυματισμένος ο Σαμουήλ, επέστρεψε πίσω στη βάση του μετά από τρεις ημέρες, και τέθηκε ξανά στην υπηρεσία στις 4 Οκτωβρίου 1944. Σύμφωνα και με την αναφορά της 25ης Μοίρας, της 51ης Πτέρυγας Μαχητικών. Κατά την έρευνα του διάσημου συγγραφέα και ειδικού επί του μετώπου της Κίνας Κάρλ Μολεσγουόρθ, ο Σούλης του έγραψε:
«Την 1η Οκτωβρίου 1944, εγκατέλειψα του “P-40” που πετούσα, και το οποίο χτυπήθηκε από αντιαεροπορικά πυρά κατά τη διάρκεια πολεμικής αποστολής στην περιοχή Μανγκ Σιχ της επαρχίας Γιουνανυί στην Κίνα. Χρειάστηκαν πέντε ημέρες για να επιστρέψω πίσω στη βάση μου (σ.σ. Στις επίσημες αναφορές γίνεται λόγος για τρεις ημέρες.) Στις 10 Νοεμβρίου 1944, εγκατέλειψα από ένα “C-47” μεταξύ των Γιουνανυί και Κουμμίνγκ. Περπάτησα όλη την ημέρα και τη νύχτα, επέστρεψα στη βάση μου την επόμενη ημέρα».
Πράγματι, σχετικά με τα όσα ανέφερε παραπάνω ο Σαμουήλ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αεροπλάνο για δεύτερη φορά στη θητεία του, αλλά τώρα ως επιβάτης στο “C-47 41-18547” με κυβερνήτη των Ανθυπολοχαγό (Ι) Γουίλιαμ Φάουνταιν. Ο Ελληνοαμερικανός πιλότος θυμόταν:
«Ήμουν πιλότος καταδιωκτικών με την 25η Μοίρα Μαχητικών στην επαρχία Γιουνανυί, και στις 10 Νοεμβρίου 1944, ήμουν ένας από τους 15 επιβάτες ενός “C-47” που απογειώθηκε από το Κουμμίνγκ γύρω στις 15:00 το μεσημέρι. Μαζί με το πλήρωμα που αποτελούνταν από τον κυβερνήτη και τον συγκυβερνήτη, καθώς και τον ασυρματιστή, το σύνολο των επιβαινόντων ήμασταν 18 άτομα. Ο δεξιός κινητήρας του αεροσκάφους είχε μόλις αντικατασταθεί από ένα συνεργείο στο Κουμμίνγκ, οι μηχανικοί που ανέλαβαν την εργασία αυτή βρίσκονταν ανάμεσα στους επιβάτες! Μία, όμως, χαλαρή σύνδεση ενός σωλήνα τροφοδοσίας καυσίμου, προκάλεσε πυρκαγιά η οποία σύντομα εξαπλώθηκε από την πτέρυγα και σ' όλη την άτρακτο του αεροσκάφους.
Ο πιλότος έκτέλεσε στροφή προκειμένου να επιστρέψει στην Γιουνανυί, και πτέρωσε την έλικα στον κινητήρα, χάνοντας όμως, συνεχώς ύψος. O συγκυβερνήτης Υπολοχαγός (Ι) Φάουνταιν μας ζήτησε να φορέσουμε τα αλεξίπτωτα, αφού χάναμε ύψος πολύ γρήγορα. Πήρα το τελευταίο αλεξίπτωτο και το έδεσα επάνω μου. Ένας Κινέζος Ταγματάρχης δεν είχε αλεξίπτωτο και ήταν πολύ φοβισμένος από τη φωτιά που εξαπλωνόταν συνέχεια στο αεροσκάφος. Ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης, επίσης δεν είχαν αλεξιπτωτα, ενώ ο ασυρματιστής είχε ένα δικό του κάτω από τον ασύρματο».
Ο Υπολοχαγός (Ι) Φάουνταιν τους έβαλε όλους σε σειρά με φορά προς την ανθρωποθυρίδα, και τους πετούσε στο κενό έναν-έναν όταν έφταναν σ' αυτήν. Ως ο μόνος αξιωματικός από τους επιβάτες, παρέμεινα τελευταίος (στη σειρά), και όταν έφθασα στην ανοικτή θυρίδα, κοίταξα προς τα κάτω, το μόνο που ακτάλαβα ήταν το σπρώξιμο του Υπολοχαγού (Ι) Φάουνταιν.
Τράβηξα την αρτάνη αμέσως από τα 500 πόδια, και χτύπησα στην πλαγιά ενός βουνού, με την τρίτη αιώρηση του αλεξιπτώτου μου. Αφού ο θόλος άνοιξε, κοίταξα προς το “C-47” το οποίο αφού πέρασε από μία πλαγιά, χτύπησε στην επόμενη και ανεφλέγη μέσα σε σύννεφο μαύρου καπνού. Με το που προσγειώθηκα, περπάτησα λίγο προς τα πίσω και συνάντησα άλλα εννέα άτομα, τα οποία επίσης είχαν εγκαταλείψει το σκάφος επιτυχώς. Μαζί με δύο από αυτούς, προχωρήσαμε με αναμμένους δαυλούς και περπατώντας όλη τη νύχτα, ανεβοκατεβαίνοντας βουνά και λαγκάδια, νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας φθάσαμε στο δρόμο που οδηγούσε στη Βιρμανία.
Προχωρώντας κατά μήκος του δρόμου αυτού συναντήσαμε και πάλι ένα αγροτικό φορτηγό το οποίο κινούνταν προς το μέρος μας, χωρίς ωστόσο να φαίνεται να έχει πρόθεση να σταματήσει. Έκατσα στη μέση του δρόμου και σήκωσα το 45αρι πιστόλι μου που είχα δανειστεί το προηγούμενο βράδυ. Συναδεύοντας το φορτηγό. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, και μαζί με τους υπόλοιπους ανεβήκαμε στην καρότσα, αντιλαμβανόμενοι σύντομα, ότι αυτό μετέφερε φρούτα και λαχανικά για την Αεροπορική Βάση στο Γιουνανυί. Κατά την άφιξή μας σημειώσαμε στο χάρτη το σημείο στο οποίο χάθηκε το “C-47”, και ετοιμάστηκε μία ιατρική μονάδα η οποία θα έπεφτε στο σημείο με αλεξίπτωτα, προκειμένου να φροντίσει τους τυχόν επιζώντες και τραυματίες. Επιπλέον, μία ομάδα διασωστών κατευθύνθηκε προς το ίδιο σημείο από το έδαφος, οδηγούμενη και από τους Κινέζους που είχαν στη συνοδεία τους. Συνολικά ήμασταν 15 οι επιζώντες, εγώ, οι δύο κληρωτοί που ήταν μαζί μου, και άλλα 11 άτομα τα οποία βρήκε η ομάδα διάσωσης και φωτογράφισε ο Χάρπερ Μπούζεκ.
Ο κυβερνήτης, ο συγκυβερνήτης και ο Κινέζος Ταγματάρχης, σκοτώθηκαν κατά την πρόσκρουση του αεροσκάφους στην πλαγιά. Μετά από έρευνα και την δική μου εισήγηση, στον κυβερνήτη και τον συγκυβερνήτη Υπολοχαγό (Ι) Φάουνταιν, ο οποίος μας έβγαλε σώους και αβλαβείς από το αεροπλάνο, αποτέλεσμα οι ίδιοι να χάσουν την ζωή τους, τους απονεμήθηκαν μετά θάνατον, Πολεμικά Αριστεία Τιμής».
Ο Σούλης για τη συνολική του δράση τιμήθηκε με το “Χάλκινο Μετάλλιο Ανδρείας”, δύο φορές με το “Περπλ Χαρτ”, τα μετάλλια εκστρατείας, “American Campaign Medal και Asiatic-Pacific Campaign Medal”, τρία “Αστρα Μάχης”, το “Μετάλλιο WW2”, το “Armed Forces Reserve Medal, το China War Memorial Medal”, και το “New York Distinguished Service Medal”.
Ωστόσο, ο Σούλης ένοιωθε πάντα πικραμένος, εξ' αιτίας του ό,τι οι Ιπτάμενοι στο Θέατρο των Επιχειρήσεων της Κίνας-Βιρμανίας-Ινδίας, δεν έτυχαν της αναγνωρίσεως που τους άξιζε, ο ίδιος δήλωσε σε μία συνέντευξή του:
«Ποτέ μας, δεν τύχαμε της αναγνωρίσεως που απολάμβαναν οι βετεράνοι του Περλ Χάρμπορ, της απόβασης στη Νορμανδία, και της Μάχης των Αρδεννών. Πάρα πολλοί άνθρωποι, δεν γνωρίζουν τίποτα για το μέτωπο της “Κίνας-Βιρμανίας-Ινδίας”.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1951, ο Σούλης παντρεύτηκε την Ελληνοαμερικανίδα Αν Χάγκις-Σούλης από το Μάντσεστερ του Νιου Χαμσάιρ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Την Αικατερίνη (όνομα της μητέρας του), και τον Στέφανο (όνομα του πατέρα του).
Ο Σούλης συνταξιοδοτήθηκε από την Εφεδρεία της Αμερικανικής Αεροπορίας το 1965, με το βαθμό του Σμηναγού.
Υπηρέτησε για 33 έτη στην “Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Οικιστικής και Αστικής Ανάπτυξης”, συνταξιοδοτήθηκε το 1978 ως διευθυντής του “Τμήματος Οικιστικής Διαχείρισης”, στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε ως κτηματομεσίτης.
Απεβίωσε στις 31 Δεκεμβρίου 2011, σε ηλικία 88 ετών.